Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Στο σταυραητό εκεί στον Κασιδιάρη....

            Η νοσταλγία για το χωριό κάποιες φορές σε κάνει να προσπαθείς να φέρεις κοντά σου τις πιο φρέσκιες, αν όχι τις πιο δυνατές, μνήμες από αυτό.... Το Πάσχα λοιπόν, βρέθηκα για κάποιες μέρες στο χωριό, όπου απόλαυσα όλη αυτή την προσπάθεια της φύσης να επιβληθεί στο "κατεστημένο" που δημιούργησε ο σκληρός Χειμώνας που προηγήθηκε (ένας από τους σκληρότερους της δεκαετίας όπως μου είπαν οι ντόπιοι). Η φύση ήταν υπέροχη, αν και ο καιρός ήταν αρκετά αγριεμένος. Η βροχή ασταμάτητη, ήταν σαν να προσπαθούσε να κρατήσει με νύχια και με δόντια τις τελευταίες "ανάσες" του Χειμώνα. Μια παύση της βροχής ήταν αρκετή για να ξεπορτίσω και να βγάλω κάποιες φωτογραφίες. Το παρακάτω ποίημα του Ηπειρώτη ποιητή Κώστα Κρυστάλλη , "ντυμένο" με φωτογραφίες του χωριού από το Πάσχα, το αφιερώνω σε  όλους όσους νοσταλγούν το χωριό και ξέρω ότι είναι πολλοί....


Από μικρό κι απ' άφαντο πουλάκι, σταυραητέ μου,
παίρνεις κορμί με τον καιρό και δύναμη κι αγέρα
κι απλώνεις πήχες τα φτερά και πιθαμές τα νύχια
και μεσ' στα σύγνεφα πετάς, μεσ' στα βουνά ανεμίζεις
φωλιάζεις μεσ' στα κράκουρα, συχνομιλάς με τάστρα,
με την βροντή ερωτεύεσαι, κι απιδρομάς και παίζεις
με τάγρια αστροπέλεκα και βασιλιάν σε κράζουν
του κάμπου τα πετούμενα και του βουνού οι πετρίτες.


Έτσι εγεννήθηκε μικρός κι ο πόθος μου στα στήθη,
κι απ' άφαντο κι απ' άπλερο πουλάκι σταυραητέ μου,
μεγάλωσε, πήρε φτερά, πήρε κορμί και νύχια
και μου ματώνει την καρδιά, τα σωθικά μου σκίζει
κι έγινε τώρα ο πόθος μου αητός, στοιχειό και δράκος
κι εφώλιασε βαθιά - βαθιά μεσ' στ' άσαρκο κορμί μου
και τρώει κρυφά τα σπλάχνα μου, κουφοβοσκάει την νιότη.



Μπεζέρισα να περπατώ στου κάμπου τα λιοβόρια.
Θέλω τ' αψήλου ν' ανεβώ ν' αράξω θέλω, αητέ μου,
μέσ' στην παλιά μου κατοικιά, στην πρώτη τη φωλιά μου,
Θέλω ν' αράξω στα βουνά, θέλω να ζάω μ' εσένα.
Θέλω τ' ανήμερο καπρί, τ' αρκούδι, το πλατόνι,
καθημερνή μου κι ακριβή να τάχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, καθε αυγή, θέλω το κρύο τ' αγέρι
νάρχεται από την λαγκαδιά, σαν μάνα, σαν αδέρφι
να μου χαϊδεύει τα μαλλιά και τ' ανοιχτά μου στήθη.


Θέλω η βρυσούλα, η ρεματιά, παλιές γλυκές μου αγάπες
να μου προσφέρνουν γιατρικό τ' αθάνατα νερά τους.
Θέλω του λόγγου τα πουλιά με τον κελαϊδισμό τους
να με κοιμίζουν το βραδύ, να με ξυπνούν το τάχυ.
Και θέλω νάχω στρώμα μου νάχω και σκέπασμά μου
το καλοκαίρι τα κλαδιά και τον χειμώ τα χιόνια.
Κλωνάρια απ' αγριοπρίναρα, φουρκάλες από ελάτια
θέλω να στρώνω στοιβανιές κι απάνου να πλαγιάζω,
ν' ακούω τον ήχο της βροχής και να γλυκοκοιμιέμαι.



Από ημερόδεντρον αητέ, θέλω να τρώω βαλάνια,
θέλω να τρώω τυρί αλαφιού και γάλα απ' άγριο γίδι.
Θέλω ν' ακούω τριγύρω μου πεύκα κι οξιές να σκούζουν,
θέλω να περπατώ γκρεμούς, ραϊδιά, ψηλά στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερά δεξιά ζερβιά να βλέπω.
Θέλω ν' ακούω τα νύχια σου να τα τροχάς στα βράχια,
ν' ακούω την άγρια σου κραυγή, τον ίσκιο σου να βλέπω.



Θέλω, μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια,
και τυραννιέμαι, και πονώ, και σβυιέμαι νύχτα μέρα.
Παρακαλώ σε, σταυραητέ, για χαμηλώσου ολίγο
και δως μου τες φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου,
πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάη ο κάμπος!



Επικοινωνία

Στείλτε μας ιδέες για το blog...!!!!

Ονοματεπώνυμο:

Mail:

Mήνυμα: